- διέκπλοον
- διέκπλοοςpassagemasc acc sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόφαυσις — αύσεως, ἡ, Α μικρή δίοδος, στενό άνοιγμα («διέκπλοον δὲ ὑπόφαυσιν κατέλιπον τῶν πεντηκοντέρων», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φαῦσις «φως, φωτισμός»] … Dictionary of Greek